ΑΠΟΨΕΙΣ... 

 

 

OMIΛΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΖΑΪΜΗ


Είναι αναμφισβήτητο ότι ο απελευθερωτικός αγώνας του '21 είναι το κυριότερο ιστορικό γεγονός της Νεώτερης Ελλάδος, αυτό που δημιούργησε το νέο ελληνικό εθνικό κράτος. Φυσικά για το γεγονός αυτό υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία, που βασίζεται στα Απομνημονεύματα των πρωτεργατών της Επανάστασης, στις περιγραφές των ξένων που βρέθηκαν στα πεδία των μαχών όσο και στα συνθετικά έργα των Ελλήνων και ξένων ιστορικών, που βασίζονται και στο πολύτιμο σωζόμενο αρχειακό υλικό. Είναι πολύ ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι και σήμερα ακόμα έρχονται στο φως της δημοσιότητας νέα στοιχεία που ολοένα φωτίζουν με περισσότερη ακρίβεια το οργανωμένο ξεκίνημα της Εθνεγερσίας του 1821, της «αγιασμένης» όπως την χαρακτήρισε ο Φώτης Κόντογλου.

Όπως όλοι γνωρίζουμε το μεγάλο αυτό γεγονός αποτέλεσε αντικείμενο πολλών αναλύσεων και αξιολογήσεων, σύμφωνα με τις υποκειμενικές πολλές φορές τοποθετήσεις των ιστορικών, των μελετητών εκείνων που αναζήτησαν, ο καθένας από τη μεριά του και με τον δικό του πνευματικό και θεωρητικό οπλισμό, να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβηκε, τα βαθύτερα αίτια δηλαδή και τα κίνητρα που έθεσαν σε κίνηση αυτήν τη μεγάλη προσπάθεια για μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης των υποδούλων Ελλήνων.

Οι ερμηνείες υπήρξαν πολλές και ποικίλες και γι'αυτό πολύ ενδιαφέρουσες καθότι φωτίζουν τα γεγονότα από πολλές μεριές, χωρίς αυτό να σημαίνει πάντα ότι ορισμένες από αυτές δεν έχουν μία μονομερή οπτική, που δύσκολα μπορεί να γίνει γενικώς αποδεκτή. Έτσι, παράλληλα με τον εθνικό της χαρακτήρα, όπως αναδύεται από τα κείμενα των ίδιων των πρωταγωνιστών της, η Επανάσταση έχει προβληθεί επίσης ως κίνημα κοινωνικό επηρεασμένο από τη Γαλλική επανάσταση - είναι γνωστό ότι η προσπάθεια του Ρήγα Φεραίου ήταν διαποτισμένη από το πνεύμα της -, ή ως αποτέλεσμα της οικονομικής ευμάρειας που απέκτησαν μέσω του εμπορίου και της ναυτιλίας οι Έλληνες. Θα λέγαμε σήμερα ότι τοποθετώντας την Ελληνική Επανάσταση στο διεθνές πλαίσιο της εποχής, όλοι αυτοί οι παράγοντες έπαιξαν τον ρόλο τους και ενίσχυσαν την απόφαση των Ελλήνων για την εθνική τους αποκατάσταση.

Θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ τους λόγιους Έλληνες του εξωτερικού, και ιδιαίτερα τον Αδαμάντιο Κοραή, αυτόπτη μάρτυρα της Γαλλικής Επανάστασης στο Παρίσι, που πάσχισε ακάματα με νουθεσίες και παραινέσεις να προλειάνει το έδαφος για την αναγέννηση της Ελλάδος και να υπηρετήσει, όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά, μια σαφώς διαμορφούμενη πραγματικότητα, την απελευθέρωση του ελληνικού λαού από τον ξένο ζυγό. Όσο και «αν ο ίδιος πίστευε ότι ήταν ακόμα «άωρη» και άκαιρη η «αποστασία των Γραικών», είχε παρουσιάσει, ήδη από το 1803 στο περίφημο Υπόμνημά του (Memoire sur l' etat actuel de la civilization dans la Grece), την πρόοδο του ελληνισμού με στοιχεία που φανέρωναν τα σημάδια της εθνικής του αφυπνίσεως. Κατέληγε μάλιστα με τη διαπίστωση ότι η αλλαγή που είχε επέλθει, είχε επιτευχθεί χωρίς εξωτερική βοήθεια, με μόνη τη θέληση του ελληνικού λαού. Αργότερα, προσβλέποντας στα αποτελέσματα του Μεγάλου Ξεσηκωμού, σπεύδει να επιστήσει την προσοχή των επαναστατημένων Ελλήνων σε δύο κυρίως σημεία: τη διατήρηση της ελευθερίας και την αναγκαιότητα της ισονομίας. «Η ελευθερία», σημειώνει, «είναι πτερωτή? εύκολα αναπετά και φεύγει τα έθνη, όταν τα έθνη δε φροντίσουν να τη δέσωσι με τας αλύσεις της ιεράς ευνομίας. ...Μόνο η ισονομία είναι η ασφαλεστάτη φυλακή [=διαφύλαξη] της ελευθερίας».

¶πειρα είναι τα περιστατικά που αποδεικνύουν, ότι «της Ελευθερίας ο Έρως» και «η Αγία Πίστη του Χριστού» ο σταυρός και η Ελλάδα συνεργάστηκαν επίμονα κι εντατικά, ώστε να ανδρώσουν και να εξυψώσουν τους Έλληνες μαχητές, με αποτέλεσμα να υλοποιηθεί το μέγα θαύμα της Εθνικής παλιγγενεσίας.

«Νικόλαος τις Σκουφάς εξ ¶ρτης», γράφει ο ιστορικός της Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης, «άνθρωπος τιμίου χαρακτήρος, πολύπειρος αλλ' ολίγης παιδείας, υπάλληλος άλλοτε εμπορικού οίκου, συνέλαβε πρώτος εν Οδησσώ την ιδέαν συστάσεως πολιτικής εταιρείας, ήν ονόμασε «Εταιρείαν των Φιλικών». «Του ελληνικού αισθήματος ήτο αύτη καρπός καθαρός» σημειώνει ο ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας Ιωάννης Φιλήμων και συμπληρώνει «Ιδού η εταιρεία των Φιλικών! Αυτή ενήργησε εις τας προκαταρκτικάς εργασίας περί πολέμου. Ιδού το έθνος των Ελλήνων! Ήθελε τούτον τον πόλεμο». Και συνεχίζει : «Νέοι έλληνες, καταφυγόντες εις την Οδησσόν ως εις άσυλον μακράν της δυναστευομένης πατρίδας των, συνέρχονται και συνομιλούν. Το συνδέον τας καρδίας των ελατήριων ήτο μοναδικώς το φρόνημα του πατριωτισμού.» Οι κινητήριες λοιπόν δυνάμεις για την ίδρυση και επέκταση της Φιλικής Εταιρείας και κατ' αναλογίαν για το ξέσπασμα της επαναστάσεως ήταν «το ελληνικόν αίσθημα», «το φρόνημα του πατριωτισμού». «Μοναδικώς».

Σήμερα, σύμφωνα με τις πολύ πρόσφατες έρευνες που έγιναν στα ρωσικά αρχεία, η ιστορική έρευνα έχει φτάσει πολύ κοντά να γνωρίζει σχεδόν σε ημερολογιακή βάση τη συστηματική οργάνωση των Φιλικών που είχε φθάσει σε υψηλό σημείο ετοιμότητας, υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο επαναστατικός σχεδιασμός προέβλεπε την κάθοδο του Υψηλάντη μέσω Τεργέστης στην Πελοπόννησο, στην οποία είχε σταλεί ως προπομπός ο Δικαίος (Παπαφλέσσας). Τα γνωστά άτυχα γεγονότα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες μπορεί να εμπόδισαν την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου, αλλά οι εντολές του Υψηλάντη για την επανάσταση της Πελοποννήσου είχαν ήδη φύγει μέσω της ρωσικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη προς το ρωσικό προξενείο της Πάτρας και τις Εφορείες της Φιλικής Εταιρείας στην Πάτρα και την Καλαμάτα, δύο πόλεις που αποτέλεσαν σημαντικότατα στρατιωτικά κέντρα για την έναρξη και τη συνέχιση του Αγώνα. Όπως φαίνεται, οι εντολές αυτές δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Ωστόσο, με βάση τον προηγούμενο σχεδιασμό οι ηγέτες των Καλαβρύτων ξεκίνησαν την εξέγερση στην περιοχή, όπως γίνεται φανερό τώρα από επιστολή του προξένου της Ρωσίας στην Πάτρα Ιωάννη Βλασόπουλου προς τον πρέσβυ Στρογκάνοφ στην Κωνσταντινούπολη: «Ο Αρχιεπίσκοπος της περιοχής (εννοεί τον Παλαιών Πατρών Γερμανό), εκείνος των Καλαβρύτων και οι τρεις πρόκριτοι που αρνήθηκαν να μεταβούν στην Τριπολιτζά όπου είχαν προσκληθεί από τη Διοίκηση, εμφανίστηκαν προχθές και αυτήν τη στιγμή βρίσκονται μέσα στην πόλη, διευθύνοντες τις υποθέσεις. Έχουν απευθύνει προς κάθε πρόξενο μια προκήρυξη στην ελληνική γλώσσα, της οποίας έχω την τιμή να αποστείλω στην εξοχότητά σας αντίγραφο με μετάφραση, καθώς και την απάντηση που, σε συνεργασία με τους συναδέλφους μου εθεώρησα ότι έπρεπε να απευθύνω μέσα σε αυτές τις τόσο λεπτές περιστάσεις». Η πρώτη αυτή πράξη του Διευθυντηρίου των Πατρών, κείμενο-διακήρυξη της ελληνικής επαναστάσεως προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, που επιδόθηκε στους Προξένους των Πατρών στις 26 Μαρτίου 1821 και υπογράφτηκε από των Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον επίσκοπο Κερνίκης Προκόπιο και τους προκρίτους της Αχαΐας Ανδρέα Λόντο, Ανδρέα Ζαήμη και Βενιζέλο Ρούφο διακηρύσσει ότι:

«Ημείς το Ελληνικό Έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι από καιρόν εις καιρόν καταφρονούν ημάς το Οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε με ένα, πότε με άλλον τρόπον, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν και τούτου ένεκα, βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δίκαιά μας».

Το ίδιο πνεύμα και τα ίδια πατριωτικά αισθήματα θα βρούμε και στον αληθινά συγκινητικό διάλογο που έγινε στο Βουκουρέστι « ότε αντήχησε και εις την Βλαχίαν ο κρότος των τυραννοκτόνων όπλων». Το διάλογο διασώζει ο Νικόλαος Δραγούμης, περίπου σύγχρονος κι αυτός των γεγονότων, στις «Ιστορικές Αναμνήσεις» του. Συζητούν ο διακεκριμένος δάσκαλος του Γένους Στέφανος Κανέλλος και νεαροί μαθητές του: «Κατακαίει ημάς, διδάσκαλε, της πατρίδος ο πόθος; ούτε ημέραν, ούτε νύκταν ησυχάζομεν. Δεν νομίζεις προτιμότερον, παρά να καταλύσωμεν ενταύθα άχρηστοι του βίου, να υπάγωμεν και να συναποθάνωμεν μετά των πολεμούντων ομογενών;». Και ο Κανέλλος δακρύσας ησπάσατο τους νέους και μετά βαρείας φωνής,
-Ακόμη προσμένετε! ανέκραξεν; υπάγετε να χύσετε το αίμα υμών υπέρ της πατρίδος. Μετ' ολίγον θα καταφθάσω και εγώ.
-Αλλ' έως ου έλθης, επανέλαβον, τις θα οδηγή ημάς νέους και άπειρους;
-H ευχή της πατρίδος, η φρόνησις και η φιλοπατρία».
Η θυσία, η οποία ιδιαίτερα συγκινεί και εμπνέει κάθε ελληνική ψυχή και περισσότερο τους νέους είναι εκείνη των ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι στις Ιουνίου 1821. Αξίζει να μνημονεύσουμε ένα μέρος του όρκου, που απάγγειλαν:
«Ορκίζομαι να χύσω το αίμα μου υπέρ της θρησκείας και της πατρίδος μου…Να μην παρατήσω τα όπλα προτού ίδω ελευθέραν την πατρίδα μου…ότι θα υστερώ της Αγίας Κοινωνίας εις την τελευταίαν μου εκείνην ώραν, εάν δεν εκτελέσω απάσας τας υποσχέσεις τας οποίας έδωσα ενώπιον της εικόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού».

Αυτά ήταν τα συναισθήματα που φλόγιζαν τις ψυχές των Ελλήνων αγωνιστών. Ποιοι ήσαν όμως οι στόχοι στους οποίους απέβλεπαν τα παλικάρια εκείνα τα καλά; Αντί για οποιαδήποτε άλλη απάντηση θα παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Συζητούν δύο κορυφαίοι στρατιωτικοί, ο ένδοξος Γέρος του Μωριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο γενναίος Ρουμελιώτης στρατηγός Μακρυγιάννης. Λέγει λοιπόν ο δεύτερος στον πρώτο: «Εγώ, αδερφέ, γνωρίζω τους μεγαλύτερούς μου, όσοι δουλεύουν δια πατρίδα και θρησκεία, δι' αυτά όπου εσηκώσαμε τα άρματα».

Σηκώσαμε τα άρματα λέγει για πατρίδα και θρησκεία. Και ο Κολοκοτρώνης συμφωνεί. Μπορεί να σταθεί πιο έγκυρη μαρτυρία από αυτή; Με την ίδια περίπου διατύπωση εκφράζεται σε μια δεδομένη στιγμή κι ο Καραϊσκάκης, όπως μας αφηγείται ο βιογράφος του Δημήτριος Αινιάν. «Αγωνιζόμεθα διά την πίστιν και την Πατρίδα». Είναι φανερό ότι αυτοί υπήρξαν οι στόχοι και οι προσδοκίες των αγωνιστών. Θα το διατυπώσει ξεκάθαρα ο Κολοκοτρώνης όταν δηλώνει απερίφραστα ότι: «η επανάστασις η ειδική μας δεν ομοιάζει με καμίαν απ' όσες γίνονται σήμερα εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης οι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεων των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο δικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος: ήταν έθνος με έθνος». Και ο Σπυρίδων ο Τρικούπης, ένα πνεύμα ανοικτό και προοδευτικό, που πήρε άμεσα μέρος στα μεγάλα εκείνα γεγονότα, βεβαιώνει σαφέστατα και υπεύθυνα. «Η επανάστασις της Ελλάδος δεν εξερράγη περί πολιτικών συστημάτων, αλλά προς απόσεισιν του Οθωμανικού ζυγού και προς ανέγερσιν του Ελληνικού Εθνισμού».

Θα αναφέρω δύο ακόμα σύντομα αποσπάσματα από τα κείμενα που συντάχθηκαν στην πρώτη Εθνική συνέλευση της Επιδαύρου, που είναι ενδεικτικά πόσο στην ψυχή των πρώτων εκείνων πατέρων του Έθνους ο Θεός και η Πατρίδα ήταν αξεχώριστα και απόλυτα συνυφασμένα. Το πρώτο είναι ο όρκος που έδωσαν οι πληρεξούσιοι:
«Ορκιζόμεθα εις το όνομα της Τρισυποστάτου Θεότητος και εις το σεβαστόν όνομα της Πατρίδος να συσκεπτώμεθα εν ειλικρινεία, καθαρά και αδελφική αγάπη, αδιαφορούντες περί των προσωπικών συμφερόντων μας και φροντίζοντες περί μόνον του κοινού της Ελλάδος συμφέροντος».

Το δεύτερο είναι ο επίλογος από τη διακήρυξη που υπέγραψαν οι πενήντα τέσσερεις πληρεξούσιοι του Έθνους μετά την υπογραφή του συντάγματος της Επιδαύρου:
«Έλληνες είπατε προ ολίγου, ότι δε θέλετε δουλείαν και ο τύραννος χάνεται καθ' ημέραν από το μέσον μας. Αλλά μόνη η μεταξύ σας ομόνοια και ακριβής υποταγή εις την Διοίκησιν ημπορεί να στερεώσει την ανεξαρτησία σας. Είθε ο κραταιός του Υψίστου βραχίων ν' ανυψώσει και αρχομένους και άρχοντας, την Ελλάδα ολόκληρον, προς την πάρεδρον αυτού σοφίαν, ώστέ να αναγνωρίσωσι τα αληθή των αμοιβαία συμφέροντα. Και οι μεν διά της προνοίας οι δε λαοί δια της ευπειθείας, να στερεώσει της κοινής ημών πατρίδος την πολύευκτον ευτυχία. Είθε, είθε».

Θα ήταν μεγάλη παράλειψη στη σύντομη αυτή αναφορά μας σε διακηρύξεις και σε κείμενα των επαναστατημένων Ελλήνων του 1821, αν δεν αναφερόμαστε, έστω και για πολύ λίγο σε δύο σημεία, σχετικά με το θέμα μας, από τα άφθονα μοναδικής λιτότητας και απλότητας, που περιγράφει ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του. Στη μία περίπτωση είναι η απάντηση που δίνει ο στρατηγός στους Γάλλους αξιωματικούς σε μία μάχη έξω από το Ναύπλιο, όταν θα του θυμίσουν ότι οι Τούρκοι είναι πολλοί και δεν μπορούν οι Έλληνες να δώσουν τέτοια μάχη.
«Όταν σηκώσαμε τη σημαία εναντίον της τυραννίας, ξέραμεν. Ότι είναι πολλοί αυτήνοι και μαθητικοί (μαθημένοι) κι έχουν και κανόνια και όλα τα μέσα. Εμείς απ' ούλα είμαστε αδύνατοι? όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδυνάτους? κι αν πεθάνουμε πεθαίνουμε δια την πατρίδα μας και δια την θρησκεία μας και πολεμούμε όσον μπορούμε εναντίον της τυραννίας. Κι ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός? ότι κανένας δε θα γένη αθάνατος?κι όταν ο χάρος θα' ρθεί να μας πάρει, όταν θέλει αρρώστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα να πεθάνωμεν».

Και κλείνοντας ουσιαστικά ο Μακρυγιάννης την εξιστόρηση του Αγώνα με τον ερχομό του Όθωνα γράφει με μορφή προσευχής: «Εσύ, Κύριε θ' αναστήσεις τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτοινών των περίφημων ανθρώπων όπου στόλισαν την ανθρωπότητα με αρετή. Και με τη δύναμη σου και τη δικαιοσύνη σου θέλεις να ξαναζωντανέψεις τους πεθαμένους. Και η απόφαση η δίκια είναι να ματαειπωθεί Ελλάς να λαμπρυνθεί αυτήν και η θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι που περασπίζονται το δίκαιο».

Τέλος θα πρέπει να τονιστεί ότι η Επανάσταση δεν μπορεί να προσγραφεί σε μία μόνο κατηγορία ή ομάδα ανθρώπων. Ούτε μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι υπήρξαν αντιπαλότητες, και έντονες μάλιστα, ανάμεσα στους Έλληνες της προεπαναστατικής περιόδου, καθώς και οξύτατες εμφύλιες αντιθέσεις ακόμα και στην περίοδο του Αγώνα. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και οι διαφορετικές αντιλήψεις, οι προσπάθειες για επικράτηση ή διατήρηση της εξουσίας και η επιτακτική ανάγκη για επιβίωση των οικονομικά ασθενέστερων, φυσικό ήταν να δημιουργούν ολοένα αιτίες διαμαρτυριών, προστριβών, ακόμα και ενόπλων συγκρούσεων. Όμως στην αμέσως πριν την Επανάσταση περίοδο, όταν η προετοιμασία της είχε ήδη προχωρήσει και γίνει ευρύτερα γνωστή ανάμεσα στο ελληνικό στοιχείο, μπορεί να διακρίνει κανείς ένα πνεύμα σιωπηλής συνεργασίας. Συνεργασίας που ασφαλώς δεν είναι άσχετη με την ολοένα εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας. Αν διατρέξει κανείς τον κατάλογο των μελών της που διασώθηκε στο Αρχείο Σέκερη θα αντιληφθεί αμέσως ότι στην οργάνωση αυτή είχαν εγγραφεί ως μέλη άτομα που εκπροσωπούσαν όλο το φάσμα της τότε κοινωνίας σε διάφορα μέρη όπου κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί. Οργανωμένη κατά πρώτο λόγο από το προοδευτικό εμπορικό στοιχείο, που είχε έλθει σε επικοινωνία με τα νέα ρεύματα της εποχής, είχε επιτύχει να εισχωρήσει και να στρατολογήσει ποικίλης προέλευσης και διαφόρων ασχολιών άτομα. Έτσι, εκτός από εμπόρους ο κατάλογος περιλαμβάνει πλάι πλάι τα ονόματα δασκάλων, ναυτικών, προκρίτων, κληρικών, χωρικών, στρατιωτικών, και άλλων που είχαν στρατευθεί στον κοινό σκοπό. Ο καθένας διέθετε τα δικά του ειδικά προσόντα: οι κλέφτες και αρματωλοί την πολεμική τους εμπειρία, οι πρόκριτοι και ενίοτε οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, από την άσκηση της αυτοδιοίκησης την πολιτική πείρα και συνείδηση, οι λόγιοι την παιδεία «που φέρνει ελευθερία» κατά τον λόγο του Κοραή, ο κλήρος γενικά την επαφή του με τον λαό.

Μέσω, λοιπόν, του ισχυρού αυτού συνδετικού κρίκου οργανώθηκε ο Μεγάλος Ξεσηκωμός, βέβαια στο μέτρο του δυνατού, αν λάβουμε υπόψη τις μεγάλες δυσκολίες στην επικοινωνία, τη συνεννόηση για τακτή δράση, την οικονομική ενίσχυση του αγώνα και όλων των άλλων προβλημάτων που συμπεριλαμβάνει ένα τέτοιο «τρελό» κατά τον Κολοκοτρώνη εγχείρημα. Η συνολική αυτή και ταυτόχρονη εξέγερση υπήρξε ένα επίτευγμα που δύσκολα θα μπορούσε να κατανοηθεί αν δεν γίνει αποδεκτό ότι αποτέλεσε έργο κοινής προσπάθειας. Ότι δηλαδή υπήρξε έργο εθνικής εμβέλειας του οποίου, ας μου επιτραπεί να πω συμφωνώντας με τον ιστορικό Βασίλη Παναγιωτόπουλο, μειώνεται η αξία και η σημασία, όταν γίνεται προσπάθεια να το οικειοποιηθεί ένας άνθρωπος, μία ομάδα ή ένας τόπος.

Για μας τους σημερινούς Έλληνες που με ιερό δέος αναπολούμε και πάλι τα μεγάλα εκείνα γεγονότα και μελετούμε τις απροσμέτρητες θυσίες των προγόνων μας για χάρη μας, προκύπτει επιτακτικό το χρέος να μείνουμε αταλάντευτα πιστοί στο πνεύμα, στις αρχές και στα ιδανικά με τα οποία εκείνοι αγωνίστηκαν και μας παρέδωσαν ελεύθερη πατρίδα. Και όσο πιο κοντά στο πνεύμα αυτό βρισκόμαστε τόσο γνησιότερα υποδηλώνουμε την ευγνωμοσύνη μας προς εκείνους και συγχρόνως θωρακίζουμε την πατρίδα μας από νέους κινδύνους, οι οποίοι δυστυχώς δεν έπαυσαν ποτέ να την απειλούν.


Βιβλιογραφία

Ι.Α. Μελετόπουλου, Η Φιλική Εταιρεία, Αρχείον Π.Σέκερη, Αθήνα 1967.
Αlexandre Ipsilanti, Correspondance inedite 1816-1828, publiee par Gregori Ars et Constantin Svolopoulos, Θεσσαλονίκη 1999.
Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Οι πρώτες ημέρες του Αγώνα. Νέες πληροφορίες από τα ρωσικά αρχεία για την Επανάσταση», Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 18 Νοεμβρίου 2001
Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Η έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην Πελοπόννησο. Μία ημερολογιακή προσέγγιση», Πρακτικά του 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Τρίπολις 24-29 Σεπτ.2000), τ.Γ', Αθήνα 2001-2002.

 

Πίσω στις "Απόψεις"